πικροβάσανα

πικροβάσανα
τα
τα παθήματα, οι ταλαιπωρίες, τα πολύ δυσάρεστα περιστατικά στη ζωή: Καθώς μου τα 'πες ολ' αυτά τα πικροβάσανά σου (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πικροβάσανα — τα, Ν τα πικρά βάσανα, οι πολύ δυσάρεστες εμπειρίες …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”